- κυνόμυια
- κυνόμυιαdog-flyfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνομυίᾳ — κυνομυίᾱͅ , κυνόμυια dog fly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόμυια — κυνόμυια, ἡ (Α) 1. κυνάμυια* 2. το φυτό ψύλλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + μυῖα «μύγα» (πρβλ. χαλκό μυια)] … Dictionary of Greek
κυνομυίας — κυνομυίᾱς , κυνόμυια dog fly fem acc pl κυνομυίᾱς , κυνόμυια dog fly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνομυιῶν — κυνόμυια dog fly fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνομυίης — κυνόμυια dog fly fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόμυιαι — κυνόμυια dog fly fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόμυιαν — κυνόμυια dog fly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
моуха — МОУХ|А (30), Ы с. Муха: възбѣ||дьнѹѥмъ гости. ˫ако же и въпадъша˫а мѹхы въ поставъ паѹчь. (ζωϋφια) СбТр XII/XIII, 153–153 об.; да не оставлѧѥть книжьны˫а хранилы отворены. ˫ако да прахѹ испълньшю(с) погѹблѧю(т). полагаѥмы˫а въ нихъ книгы. ни мѹсѣ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
κυνάμυια — κυνάμυια, και μτγν. επ. τ. κυνόμυια, ἡ (Α) 1. μύγα που τσιμπάει τους σκύλους, σκυλόμυγα 2. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, αιτ. κύνα + μυῖα με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει] … Dictionary of Greek